- υδατοκομία
- η разведение рыб в садке
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υδατοκομία — η, Ν καλλιέργεια υδρόβιων ζωικών οργανισμών μέσα σε ειδικά εργαστήρια, η οποία αποσκοπεί στον τεχνητό πολλαπλασιασμό τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύδωρ, ύδατος + κομία (< κόμος < κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. δενδρο κομία] … Dictionary of Greek
υδατοκομία — η η εκτροφή ψαριών ή άλλων υδρόβιων οργανισμών σε ειδικούς χώρους για τον πολλαπλασιασμό τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ύδωρ — το / ὕδωρ, ατος, ΝΜΑ, και ὕδρω, και βοιωτ. τ. οὕδωρ και μτγν. ὕδος, Α (στην νεοελλ. λόγιος τ.) το νερό 2. φρ. α) «γην και ύδωρ» βλ. γη β) «ύδατος και γης απαγόρευσις» (στην αρχ. Ρώμη) μορφή εκούσιας εξορίας ενός εγκληματία στον οποίο απαγορευόταν … Dictionary of Greek